πρίνος

πρίνος
Όνομα 3 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Καλύβες (υψόμ. 40 μ.), Μικρός Πρίνος (υψόμ. 330 μ.), Νέος Πρίνος (υψόμ. 5 μ.), Όρμος Πρίνου (υψόμ. 0) καθώς και η Ιερή Μονή Αγίου Παντελεήμονα (υψόμ. 720 μ.). Ο οικισμός είναι γνωστός και διεθνώς, μετά την ανεύρεση εκεί πλούσιων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου, κοντά στις ακτές του ομώνυμου όρμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Ανταλλάξιμα. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου, του νομού Ρεθύμνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ο οικισμός Σκαλέτα.
* * *
ο, η / πρῑνος, ΝΜΑ
είδος αειθαλούς δέντρου, γνωστό με τη σύγχρονη επιστημονική ονομασία Quersus coccifera και με τη λόγια ονομασία δρυς η κοκκοφόρος, κν. γνωστό σήμερα ως πουρνάρι
αρχ.
είδος αειθαλούς δέντρου, η αριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. το τοπωνύμιο Πρινασσός). Η άποψη ότι η λ. ανήκει στο πελασγικό υπόστρωμα όπως και η σύνδεσή της με το σλαβ. brinz «είδος δέντρου» δεν θεωρούνται πιθανές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρῖνος — holm oak masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρίνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλος Πρίνος — Οικισμός (30 κάτ.) της Θάσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θάσου του νομού Καβάλας …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Πρίνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., 21 κάτ.) της Θάσου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις δυτικές πλαγιές του όρους Υψαρίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θάσου του νομού Καβάλας …   Dictionary of Greek

  • Νέος Πρίνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας …   Dictionary of Greek

  • πρῖνοι — πρῖνος holm oak masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῖνον — πρῖνος holm oak masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρίνοιο — Πρίνος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρίνοις — Πρίνος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρίνου — Πρίνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”